-
1 αποσπασμα
-
2 απόσπασμα
τό1) отрывок, фрагмент; выдержка, цитата; выписка; 2) воен, отряд, команда;καταδιωκτικό απόσπασμα — карательный отряд;
τιμητικό απόσπασμα — почётный караул
-
3 απόσπασμα
[алоспазма] ουσ ο отрывок, фрагмент, выписка, выдержка. -
4 αποσπαραγμα
-
5 αναφέρω
(αόρ. ανέφερα, παθ. αόρ. αναφέρθηκα) μετ.1) упоминать; называть, приводить (факты, данные);αναφέρω ως παράδειγμα — приводить в пример;
αναφέρω απόσπασμα — цитировать;
2) сообщать; докладывать, рапортовать, доносить;§ στού κρεμασμένου το σπίτι σκοινί μην αναφέρεις посл, в доме повешенного не говорят о верёвке;1) — обращаться (куда-л., к кому-л.);αναφέρομαι
2) ссылаться (на что-л.);αναφέρομαι σε αυθεντίες — ссылаться на авторитеты;
3) относиться, иметь отношение -
6 εκτελεστικός
η, ό[ν] исполнительный;εκτελεστική εξουσία — исполнительная власть;
εκτελεστική επιτροπή — исполнительный комитет;
εκτελεστικόν απόσπασμα — отряд, приводящий в исполнение смертный приговор
-
7 καταδιωκτικός
η, ό[ν] 1. преследующий;карательный;καταδιωκτικό αεροπλάνο ( — или αεροσκάφος) — самолёт-истребитель;
καταδιωκτική αεροπορία — истребительная авиация;
καταδιωκτικό απόσπασμα — карательный отряд;
2. (τό) истребитель;καταδιωκτικά τμήματα — а) части преследования; — б) карательные отряды
-
8 προκαλυπτικός
η, όν прикрывающий;προκαλυπτικό απόσπασμα — воен, отряд прикрытия
-
9 προπέμπω
(αόρ. προέπεμψα) μετ. заранее или вперёд посылать, отправлять;προέπεμψα ανιχνευτικό απόσπασμα вперёд я послал разведывательный отряд
См. также в других словарях:
ἀπόσπασμα — that which is torn off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσπασμα — το (ΑΜ ἀπόσπασμα) μσν. νεοελλ. τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράση νεοελλ. 1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας 2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεση αρχ … Dictionary of Greek
απόσπασμα — το ατος 1. εκείνο που αποσπάται από ένα σύνολο, μέρος, τμήμα: Στην επιστολή του παραθέτει και απόσπασμα από τη γνωμάτευση του νομικού συμβουλίου. 2. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής που κάνει ορισμένη υπηρεσία: Αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσπάσμασιν — ἀπόσπασμα that which is torn off neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάσματα — ἀπόσπασμα that which is torn off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάσματι — ἀπόσπασμα that which is torn off neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάσματος — ἀπόσπασμα that which is torn off neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Order of battle of the Hellenic Army in the First Balkan War — The following is the order of battle of the Hellenic Army during the First Balkan War. Contents 1 Background 2 Mobilization 3 Army of Thessaly 4 Army of Epirus … Wikipedia
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Боевой состав греческой армии во время Первой Балканской войны — Ниже описан боевой состав греческой армии в Первую Балканскую войну. Содержание 1 Предыстория 2 Мобилизация 3 Боевой состав … Википедия
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek